σκουπιδότοπος
[skupiˈðotopos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Müllhaldeθηλυκό | Femininum, weiblich fσκουπιδότοποςMüllhaufenαρσενικό | Maskulinum, männlich mσκουπιδότοποςσκουπιδότοπος