„σκουπιδιάρης“: αρσενικό σκουπιδιάρης [skupiˈðjaris]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-ηδες> οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Müllmann Müllmannαρσενικό | Maskulinum, männlich m σκουπιδιάρης σκουπιδιάρης