„σκουπίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα σκουπίζομαι [skuˈpizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich abtrocknen sich abtrocknen σκουπίζομαι σκουπίζομαι