„σκουντώ“: μεταβατικό ρήμα σκουντώ [skunˈdo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα/-ηξα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schubsen, stoßen schubsen, stoßen σκουντώ σκουντώ