„σκουντούφλης“: αρσενικό σκουντούφλης [skunˈduflis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Griesgram Griesgramαρσενικό | Maskulinum, männlich m σκουντούφλης σκουντούφλης