„σκουμπρί“: ουδέτερο σκουμπρί [skumˈbri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Makrele Makreleθηλυκό | Femininum, weiblich f σκουμπρί σκουμπρί