„σκοτούρα“: θηλυκό σκοτούρα [skoˈtura]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schererei... examples σκοτούρες συχνά Scherereiθηλυκό | Femininum, weiblich f Ärgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m σκοτούρες συχνά