Σκορπιός
[skorˈpjos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Skorpionαρσενικό | Maskulinum, männlich mΣκορπιός αστρονομία | Astronomieαστρον αστρολογία | AstrologieαστρολΣκορπιός αστρονομία | Astronomieαστρον αστρολογία | Astrologieαστρολ