„σκορπίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα σκορπίζομαι [skorˈpizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich zerstreuen, auseinandergehen sich zerstreuen, auseinandergehen σκορπίζομαι σκορπίζομαι