„σκληρόπετσος“ σκληρόπετσος [skliˈropetsos], σκληρόπετση, σκληρόπετσοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) dickhäutig dickhäutig σκληρόπετσος σκληρόπετσος