„σκληροπυρηνικός“: αρσενικό σκληροπυρηνικός [skliropiriniˈkos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Hardliner Hardlinerαρσενικό | Maskulinum, männlich m σκληροπυρηνικός πολιτική | Politikπολιτ σκληροπυρηνικός πολιτική | Politikπολιτ