„σκληραγωγούμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα σκληραγωγούμαι [skliraɣoˈɣume]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich abhärten sich abhärten σκληραγωγούμαι σκληραγωγούμαι