„σκληραγωγία“: θηλυκό σκληραγωγία [skliraɣoˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Abhärtung Abhärtungθηλυκό | Femininum, weiblich f σκληραγωγία σκληραγωγία