„σκλήρωση“: θηλυκό σκλήρωση [ˈsklirosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sklerose Skleroseθηλυκό | Femininum, weiblich f σκλήρωση ιατρική | Medizinιατρ σκλήρωση ιατρική | Medizinιατρ