„σκλάβα“: θηλυκό σκλάβα [ˈsklava]θηλυκό | Femininum, weiblich fκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sklavin Sklavinθηλυκό | Femininum, weiblich f σκλάβα σκλάβα