„σκιαμαχία“: θηλυκό σκιαμαχία [skjiamaˈçia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schattenboxen Schattenboxenουδέτερο | Neutrum, sächlich n σκιαμαχία σκιαμαχία