„σκιάχτρο“: ουδέτερο σκιάχτρο [skjiˈaxtro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Vogelscheuche Vogelscheucheθηλυκό | Femininum, weiblich f σκιάχτρο σκιάχτρο