σκεφτικός
[skjeftiˈkos], σκεφτική, σκεφτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- nachdenklichσκεφτικός συλλογισμένοςσκεφτικός συλλογισμένος
- skeptischσκεφτικός όχι πεπεισμένοςσκεφτικός όχι πεπεισμένος