„σκευοφυλάκιο“: ουδέτερο σκευοφυλάκιο [skjevofiˈlakjio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sakristei Sakristeiθηλυκό | Femininum, weiblich f σκευοφυλάκιο θρησκεία | Religionθρησκ σκευοφυλάκιο θρησκεία | Religionθρησκ