„σκεπτικιστής“: αρσενικό σκεπτικιστής [skjeptikjisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zweifler Zweiflerαρσενικό | Maskulinum, männlich m σκεπτικιστής σκεπτικιστής