„σκεβρώνω“: αμετάβατο ρήμα σκεβρώνω [skjeˈvrono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich verziehen sich verziehen σκεβρώνω ξύλο σκεβρώνω ξύλο