„σκασιάρχης“: αρσενικό και θηλυκό σκασιάρχης [skasˈjarçis]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schwänzer Schwänzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f σκασιάρχης σκασιάρχης