„σκανδαλώδης“ σκανδαλώδης [skanðaˈloðis], σκανδαλώδης, σκανδαλώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) skandalös, empörend skandalös, empörend σκανδαλώδης σκανδαλώδης