„σκαλιστήρι“: ουδέτερο σκαλιστήρι [skalisˈtiri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Hacke Hackeθηλυκό | Femininum, weiblich f σκαλιστήρι σκαλιστήρι