σκακιστής
[skakjisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, σκακίστρια [skaˈkjistria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schachspielerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fσκακιστήςσκακιστής