„σκακιέρα“: θηλυκό σκακιέρα [skaˈkjera]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schachbrett Schachbrettουδέτερο | Neutrum, sächlich n σκακιέρα σκακιέρα