„σκίουρος“: αρσενικό σκίουρος [ˈskjiuros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eichhörnchen Eichhörnchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n σκίουρος σκίουρος