„σκίνχεντ“: αρσενικό σκίνχεντ [ˈskjinçed]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Skin Skin(head)αρσενικό | Maskulinum, männlich m σκίνχεντ σκίνχεντ