„σκήπτρο“: ουδέτερο σκήπτρο [ˈskjiptro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zepter Zepterουδέτερο | Neutrum, sächlich n σκήπτρο σκήπτρο