„σκέπαστρο“: ουδέτερο σκέπαστρο [ˈskjepastro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schutzhaube Schutzhaubeθηλυκό | Femininum, weiblich f σκέπαστρο σκέπαστρο