σκέπασμα
[ˈskjepazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Abdeckungθηλυκό | Femininum, weiblich fσκέπασμα κάλυμμασκέπασμα κάλυμμα
- (Bett-)Deckeθηλυκό | Femininum, weiblich fσκέπασμα κουβέρτασκέπασμα κουβέρτα
- Deckelαρσενικό | Maskulinum, männlich mσκέπασμα καπάκισκέπασμα καπάκι
- Planeθηλυκό | Femininum, weiblich fσκέπασμα για αυτοκίνητοσκέπασμα για αυτοκίνητο