„σιτοειδή“: πληθυντικός ουδετέρου σιτοειδή [sitoiˈði]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Getreidearten Getreideartenπληθυντικός | Plural pl σιτοειδή σιτοειδή