„σιτεμπορία“: θηλυκό σιτεμπορία [sitemboˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Getreidehandel Getreidehandelαρσενικό | Maskulinum, männlich m σιτεμπορία σιτεμπορία