„σιταροπάζαρο“: ουδέτερο σιταροπάζαρο [sitaroˈpazaro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Getreidemarkt Getreidemarktαρσενικό | Maskulinum, männlich m σιταροπάζαρο σιταροπάζαρο