„σιρόπι“: ουδέτερο σιρόπι [siˈropi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sirup Sirupαρσενικό | Maskulinum, männlich m σιρόπι και | undκ. ιατρική | Medizinιατρ σιρόπι και | undκ. ιατρική | Medizinιατρ