σιντριβάνι
[sindriˈvani]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (Spring-)Brunnenαρσενικό | Maskulinum, männlich mσιντριβάνιFontäneθηλυκό | Femininum, weiblich fσιντριβάνισιντριβάνι