„Σιλεσία“: θηλυκό Σιλεσία [sileˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schlesien Schlesienουδέτερο | Neutrum, sächlich n Σιλεσία ιστορία | Geschichteιστ Σιλεσία ιστορία | Geschichteιστ