„σικελιώτικος“ σικελιώτικος [sikjeˈʎotikos], σικελιώτικη, σικελιώτικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sizilianisch sizilianisch σικελιώτικος σικελιώτικος