„σιδηρούχος“ σιδηρούχος [siðiˈruxos], σιδηρούχα, σιδηρούχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) eisenhaltig eisenhaltig σιδηρούχος σιδηρούχος