„σιδερώνω“: μεταβατικό ρήμα σιδερώνω [siðeˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bügeln, ausbügeln bügeln σιδερώνω σιδερώνω ausbügeln σιδερώνω τσακίσεις σιδερώνω τσακίσεις