„σιδέρωμα“: ουδέτερο σιδέρωμα [siˈðeroma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bügeln Bügelnουδέτερο | Neutrum, sächlich n σιδέρωμα σιδέρωμα