σιγαστήρας
[siɣasˈtiras]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schalldämpferαρσενικό | Maskulinum, männlich mσιγαστήρας αυτοκίνητο | AutoαυτοκAuspufftopfαρσενικό | Maskulinum, männlich mσιγαστήρας αυτοκίνητο | Autoαυτοκσιγαστήρας αυτοκίνητο | Autoαυτοκ