„σημάδεμα“: ουδέτερο σημάδεμα [siˈmaðema]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Markierung Markierungθηλυκό | Femininum, weiblich f σημάδεμα σημάδεμα