„σεσουάρ“: ουδέτερο σεσουάρ [sesuˈar]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Haartrockner, Föhn Haartrocknerαρσενικό | Maskulinum, männlich m σεσουάρ Föhnαρσενικό | Maskulinum, männlich m σεσουάρ σεσουάρ examples στεγνώνω τα μαλλιά με το σεσουάρ das Haar föhnen στεγνώνω τα μαλλιά με το σεσουάρ