„σερπαντίνα“: θηλυκό σερπαντίνα [serpanˈdina]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Luftschlange Luftschlangeθηλυκό | Femininum, weiblich f σερπαντίνα σερπαντίνα