„σερβιετάκι“: ουδέτερο σερβιετάκι [servjeˈtakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Slipeinlage Slipeinlageθηλυκό | Femininum, weiblich f σερβιετάκι σερβιετάκι