„σερβίρισμα“: ουδέτερο σερβίρισμα [serˈvirizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Servieren Servierenουδέτερο | Neutrum, sächlich n σερβίρισμα σερβίρισμα examples σερβίρισμα πιάτων Essen(s)ausgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f σερβίρισμα πιάτων