„σεξουαλικότητα“: θηλυκό σεξουαλικότητα [seksualiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sexualität Sexualitätθηλυκό | Femininum, weiblich f σεξουαλικότητα σεξουαλικότητα