„σεξολογία“: θηλυκό σεξολογία [seksoloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sexualforschung Sexualforschungθηλυκό | Femininum, weiblich f σεξολογία σεξολογία