„σεντόνι“: ουδέτερο σεντόνι [senˈdoni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bettlaken Bettlakenουδέτερο | Neutrum, sächlich n σεντόνι σεντόνι examples σεντόνια Bettzeugουδέτερο | Neutrum, sächlich n σεντόνια αλλάζω σεντόνια das Bett frisch beziehen αλλάζω σεντόνια σεντόνι με λάστιχο Spannbetttuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n σεντόνι με λάστιχο